- ἀνθρωποειδεῖς
- ἀνθρωποειδήςlike a manmasc/fem acc plἀνθρωποειδήςlike a manmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωποειδή ή ανθρωποειδείς πίθηκοι — Ομάδα ανώτερων πρωτευόντων θηλαστικών, που μαζί με την οικογένεια των ανθρωπιδών, η οποία σήμερα αποτελείται μόνο από το γένος άνθρωπος, συγκροτούν την υπεροικογένεια των α. Περιλαμβάνει δύο οικογένειες, των υλοβατιδών (γίβωνες ή μικροί α.… … Dictionary of Greek
ανθρωποειδής — ές (Α ἀνθρωποειδής) ανθρωπόμορφος, αυτός που μοιάζει με άνθρωπο («ἀνθρωποειδεῑς θεοί», «ἀνθρωποειδεῑς πίθηκοι» Αριστοτέλης) … Dictionary of Greek
παραπίθηκος — Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος. Ένα τμήμα της κάτω γνάθου του με δόντια βρέθηκε το 1911 στα κοιτάσματα της κατώτερης ολιγοκαίνου από τον Γερμανό επιστήμονα Ο. Σλόσερ, κοντά στο Κάιρο. Το τμήμα αυτό βρέθηκε μαζί με υπολείμματα του… … Dictionary of Greek
ανθρωποειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που μοιάζει με τον άνθρωπο: Από τους πιθήκους τέσσερα μόνο γένη μοιάζουν με τον άνθρωπο και γι αυτό ονομάστηκαν ανθρωποειδείς. 2. ανθρωποειδή, τα και ανθρωποειδείς, οι ονομάστηκαν οι πίθηκοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liaisons de Zeus — Zeus Pour les articles homonymes, voir Zeus (homonymie). L une des premières représentations de Zeus trônant, coupe laconienne du Peint … Wikipédia en Français
Zeus — Pour les articles homonymes, voir Zeus (homonymie) … Wikipédia en Français
ορεοπίθηκος — (oreopithecus). Γένος ανθρωποειδών πρωτενόντων ζώων, που έχουν εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε λιγνιτοφόρα στρώματα της βινδομπονίου βαθμίδας στο βουνό Μπάμπολι και στο Μπατσινέλο της επαρχίας Γκροσέτο της Τοσκάνης. Ύστερα από… … Dictionary of Greek
πρωτεύοντα — (primates). Τάξη θηλαστικών, τα οποία, αν και διατήρησαν πρωτεγενείς χαρακτήρες, εμφανίζουν ανωτερότητα σε σχέση με άλλα παρόμοια. Στην τάξη αυτή ανήκουν ζώα που διαθέτουν μεγάλο και πολύπλοκο εγκέφαλο, όπως οι πίθηκοι λεμούριοι και οι τάρσιοι.… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
αφρικάνθρωπος — (africanthropus njarasensis). Ανθρωποειδής στον οποίο ανήκαν τα υπολείμματα απολιθωμάτων με χαρακτήρες ασαφείς ανθρώπινους, που ανακαλύφτηκαν το 1935 σε ένα σπήλαιο κοντά στη λίμνη Νιαράσα στην Τανζανία. Αν και το υλικό περιοριζόταν μόνο στα… … Dictionary of Greek